πόλου

πόλου
πόλος
piuot
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολοῦ — πολέω go about pres imperat mp 2nd sg (attic) πολέω go about imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλου — Πόλος piuot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… …   Dictionary of Greek

  • απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”